ανεπίμικτος — ἀνεπίμικτος, ον (Α) [επίμικτος] 1. μη αναμεμιγμένος με κάτι, καθαρός από ξένη πρόσμιξη 2. μη ερχόμενος σε επαφή με άλλους, ακοινώνητος, αποξενωμένος 3. (για τόπο) μη συχναζόμενος από ξένους 4. το ουδ. ως ουσ. το ανεπίμικτον η ανεπιμιξία* … Dictionary of Greek
επιμιξία — η (AM ἐπιμιξία και ἐπιμειξία Α και ἐπιμιξίη) [επίμικτος] η διασταύρωση δύο ομάδων, φυλών ή λαών με επιγαμία νεοελλ. τεχνική αναπαραγωγή ζώων με την ένωση δύο αναπαραγωγέων που δεν ανήκουν σε γνήσιες γενιές αρχ. μσν. 1. επικοινωνία, συνάφεια,… … Dictionary of Greek
ԽԱՌՆԱՂԱՆՃ — (ի, ից.) NBH 1 0926 Chronological Sequence: Early classical, 9c, 10c, 11c, 14c գ.ա. ԽԱՌՆԱՂԱՆՃ ԽԱՌՆԱՂԱՆՋ. ὅχλος, δῆμος turba, vulgus ἑπίμικτος miscellaneus σύμμικτος commixtus. որ եւ ԽԱՌՆԻՃԱՂԱՆՃ. գրի եւ ԽԱՌՆԻՃԱՂԱՆՋ. Խաամուժ. ամբոխ. ազգ խառնակ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽԱՌՆԻՃԱՂԱՆՃ — (ի,ից.) NBH 1 0928 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 10c, 11c ԽԱՌՆԻՃԱՂԱՆՃ ԿԱՄ ԽԱՌՆԻՃԱՂԱՆՋ. (որպէս թէ նման թազմութեան մարախոյ.) Տ. ԽԱՌՆԱՂԱՆՃ. Որպէս գ. δῆμος populus, plebs, vulgus ἑπίμικτος, σύμμικτος commixtus ἑλάχιστος minimus.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)